- βασιλόφρονας
- ουποστηρικτής του βασιλικού θεσμού, βασιλικός, φιλοβασιλικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + -φρων < φρην. Η λ. με τον τύπο βασιλόφρων μαρτυρείται στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασιλόφρονας — ο αυτός που πολιτικά υποστηρίζει το βασιλικό θεσμό και το βασιλιά: Οι βασιλόφρονες έκαναν συνεστίαση για να γιορτάσουν τα γενέθλια του βασιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
φιλοβασιλικός — ή, ό, Ν 1. ο θιασώτης τού βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια») 2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»). ή, όν, Α [φυλοβασιλεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα… … Dictionary of Greek
Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με … Dictionary of Greek
Φαγκίς, Zορζ — (Fagus, 1872 – 1933). Γάλλος ποιητής, γνωστός και με την επωνυμία Φαγιέ. Στην αρχή ήταν αναρχικός αλλά στη συνέχεια έγινε φανατικός βασιλόφρονας και καθολικός. Τα ποιήματά του, γραφικά και μερικές φορές απλοϊκά, θυμίζουν την ποίηση του Μεσαίωνα.… … Dictionary of Greek
φιλοβασιλικός — ή, ό 1. αυτός που αγαπάει τη βασιλεία, ο οπαδός του βασιλικού θεσμού, ο βασιλόφρονας, ο βασιλικός: Φιλοβασιλικοί ψηφοφόροι. 2. αυτός που γίνεται για έκφραση αγάπης προς το βασιλιά: Φιλοβασιλικές εκδηλώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)